χωνίου

χωνίου
χωνίον
crucible
neut gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • μυρμηκολέων — (myrmeleon formicarius). Έντομο της οικογένειας των μυρμηκολεοντιδών της τάξης των νευροπτέρων. Όταν πάρει την οριστική όψη του ο μ. έχει μήκος 4 εκ., κοιλιά μακριά και λεπτή και δύο ζεύγη διαφανών πτερύγων που το κάνουν να μοιάζει με τις… …   Dictionary of Greek

  • κάμινος — Μηχάνημα και εγκατάσταση (ονομάζεται και φούρνος ή καμίνι) που παράγει θερμότητα με τη χρησιμοποίηση καύσιμων στερεών υγρών και αερίων ή με την εκμετάλλευση της ηλεκτρικής ενέργειας. Εκτός από αυτές τις κ. υπάρχουν επίσης κ. που αξιοποιούν τη… …   Dictionary of Greek

  • κημός — ο (ΑΜ κημός, Α δωρ. τ. καμός) νεοελλ. σιδερένιο ημικυκλικό έλασμα που εφαρμόζεται στη μύτη τών ατίθασων αλόγων κατά την εξάσκηση τους μσν. καπίστρι αρχ. 1. φίμωτρο που τοποθετούσαν γύρω από το στόμα τού αλόγου για να μη δαγκώνει («εἰδέναι δὲ χρὴ… …   Dictionary of Greek

  • κλίβανος — Ονομασία διαφόρων κλειστών συσκευών, στο εσωτερικό των οποίων δημιουργείται θερμότητα. Οι κ., η χρήση των οποίων είναι γνωστή από παλιά, χρησιμοποιούνται σε μεγάλη έκταση και για ποικίλους σκοπούς. Η παλαιότερη και απλούστερη μορφή κ. είναι ο… …   Dictionary of Greek

  • κρατήρας — I (Αρχαιολ.). Αγγείο (κρατήρ) που χρησιμοποιούσαν οι Έλληνες από τους ομηρικούς χρόνους για να αναμειγνύουν το κρασί με νερό. Επρόκειτο κυρίως για δοχεία αρκετά μεγάλα με πλατύ στόμιο και λαβές. Παλαιότερα οι λαβές των κ. είχαν σχήμα ελίκων και… …   Dictionary of Greek

  • χωνάκι — το, Ν [χωνί] 1. υποκορ. μικρό χωνί 2. (με ή χωρίς τη λ. παγωτό) παγωτό που σερβίρεται σε μπισκότο το οποίο έχει σχήμα μικρού χωνιού 3. βοτ. κοινή ονομασία διαφόρων φυτών …   Dictionary of Greek

  • αβελία — (abelia).Φυλλοβόλοι ή αείφυλλοι θάμνοι της οικογένειας των αιγοκληματιδών ή καπριφολιιδών. Πατρίδα τους είναι οι εύκρατες περιοχές της κεντρικής και ανατολικής Ασίας (Θιβέτ, Κίνα, Κορέα, Ιαπωνία). Δύο είδη κατάγονται από το Μεξικό. Μπορούν να… …   Dictionary of Greek

  • κεφαλοκίριο — (Cephalocereus). Γένος φυτών της οικογένειας των κακτωδών ή κακτοειδών. Περιλαμβάνει αργά αναπτυσσόμενα είδη κάκτων του Μεξικού. Στο γένος αυτό ανήκει το είδος Cephalocereus senilis, γνωστό στην Ελλάδα με την ονομασία κεφαλή γέρου. Ο κορμός του… …   Dictionary of Greek

  • Νέα Γουϊνέα — (μαλαϊκά Ιριάν, αγγλ. New Guinea). Νησί (785.000 τ. χλμ.), το μεγαλύτερο του Ειρηνικού ωκεανού και το δεύτερο του κόσμου μετά τη Γροιλανδία. Βρίσκεται στα Β της Αυστραλίας (πιθανότατα αποτελούσε μέρος της έως την πλειστόκαινο εποχή), από την… …   Dictionary of Greek

  • πεζίζα — (peziza). Δισκομύκης της οικογένειας των πεζιζιδών με περίπου 50 είδη, που χαρακτηρίζονται από το κυπελλοειδές, με κοντό μίσχο καρπόσωμα σε ζωηρό κίτρινο ή κόκκινο χρώμα. Οι π. αναπτύσσονται κυρίως στο έδαφος και μερικές φορές στους φλοιούς των… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”